Η έννοια του εκφοβισμού έχει μπει πια για τα καλά στη ζωή μας και απασχολεί πολλούς από εμάς και κυρίως τους γονείς. Ο εκφοβισμός μπορεί να εντοπιστεί σε πάρα πολλά πλαίσια όπως είναι το σχολείο και το διαδίκτυο.
Για να θεωρηθεί μία ενέργεια κακόβουλη και στα πλαίσια του εκφοβισμού, χρειάζεται να είναι μία σκόπιμη αρνητική πράξη η οποία επαναλαμβάνεται σε βάθος χρόνου.
Ο εκφοβισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να εκφραστεί με σωματική βία, όπως είναι τα χτυπήματα, τα σπρωξίματα, οι κλωτσιές ή και οι κλοπές των προσωπικών αντικειμένων ενός παιδιού (πχ μέσα από την σχολική του τσάντα).
Μπορεί να εκφραστεί με λεκτική βία, όταν αυτός που εκφοβίζει, χρησιμοποιεί υποτιμητικές προσφωνήσεις ή προσβλητικά πειράγματα προς κάποιον τρίτο. Επίσης μπορεί να είναι μία διάδοση φημολογίας που θίγει την υπόληψή ενός τρίτου ατόμου και οδηγεί σε κοινωνικό αποκλεισμό.
Η διαδικτυακή βία είναι ο εκφοβισμός ο οποίος γίνεται μέσω είτε μηνυμάτων στο Facebook είτε μέσω email είτε μέσω SMS και αφορά τη διαπόμπευση ενός ατόμου.
Και οι τρεις παραπάνω μορφές του εκφοβισμού είναι μία παρενόχληση, με επίμονες προσβολές που οδηγεί σε στιγματισμό και περιθωριοποίηση του θύματος.
Ειδικά στα παιδιά που δέχονται τον εκφοβισμό οι επιπτώσεις είναι αρκετές και οδηγούν στην απαξίωση τους ως μέρος ενός συνόλου (πχ σχολικό πλαίσιο), στην χαμηλή αυτοεικόνα, στην χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση όπως και στις χαμηλές κοινωνικές δεξιότητες.
Χαρακτηριστικά θύτη & θύματος
Σαν μία γενική εικόνα του ατόμου που χρησιμοποιεί τον εκφοβισμό είναι η χαμηλή αυτοπεποίθηση, η έλλειψη των κοινωνικών δεξιοτήτων και είτε μία κακή αυτοεικόνα, είτε μία αυτοεικόνα πληθωρική και υπέρ του δέοντος, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο θύτης βιώνει προς τον εαυτό του αρνητικά συναισθήματα τα οποία χρειάζεται να τα αποβάλει μέσω της επιθετικότητας του σε κάποιον άλλον. Για να νιώσει λοιπόν ο ίδιος υπεροχή και δύναμη εξουσίας χρειάζεται κάποιος άλλος να γίνει ασήμαντος, κατώτερος, τιποτένιος. Ο τρόπος για αυτό είναι ο εκφοβισμός μέσω της ταπείνωσης του άλλου.
Σαν μία γενική εικόνα του ατόμου που δέχεται τον εκφοβισμό είναι η χαμηλή αυτοεικόνα και η αμφιβολία για την ίδια την αξία του ατόμου. Καθώς και η μη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του για αντίδραση απέναντι σε κάτι αρνητικό και συνήθως αυτά είναι χαρακτηριστικά που προ-υπάρχουνε στα άτομα που δέχονται τον εκφοβισμό.
Παράλληλα, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος, όπου θα μπορούσε το άτομο να μοιραστεί τις δυσκολίες του, ενισχύει την αμφιβολία που νιώθει για το αν θα εισακουστεί και αν θα δικαιωθεί, με αποτέλεσμα να δέχεται παθητικά την όποια μορφή του εκφοβισμού.
Κοινά στοιχεία λοιπόν του θύτη και του θύματος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η υποτιμημένη εικόνα του εαυτού και η ανεπαρκής σχέση με τους κοντινούς του ανθρώπους. Καθώς και η αποξένωση, μιας και είναι άτομα “παρείσακτα”, με δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Επίσης συνήθως, όταν αναφερόμαστε σε παιδιά, είναι και οι δύο παιδιά με μαθησιακά προβλήματα και αυτά που χαρακτηρίζουμε ως ευάλωτα.
Και ο θύτης και το θύμα έχουν χάσει την ευκαιρία να πιστέψουν στις δυνατότητές τους, ώστε να διεκδικήσουν κάτι άλλο από τον ρόλο του κακού ή του κακοποιημένου για τον εαυτό τους.
Η σημασία της οικογένειας, του βασικού υποστηρικτικού πλαισίου
Το παιδί μέσα στην οικογένεια χρειάζεται να εισπράττει υποστήριξη, αποδοχή, κατανόηση του συναισθήματος του και των δυσκολιών του. Χρειάζεται να υπάρχει επικοινωνία μέσα από ανοιχτή συζήτηση χωρίς επικριτικότητα και με σεβασμό στην γνώμη του και στις επιθυμίες του.
Το να υποστηρίζουν οι γονείς το παιδί ακόμα και στα λάθη και στις αποτυχίες του, ενισχύει την πίστη στις δυνάμεις του και στις δεύτερες ευκαιρίες για επανόρθωση σε περίπτωση κάποιου κακού αποτελέσματος ή κάποιου λάθος χειρισμού του.
Με αυτά κατά κύριο λόγο χτίζεται η θετική και σταθερή εικόνα για τον εαυτό του.
Μέσα από τις αξίες της οικογένειας, όπως είναι ο σεβασμός, η υπευθυνότητα, η ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη, η συνεργασία, η συμπόνια και άλλες, το παιδί βοηθιέται στην εκμάθηση των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων, που θα χρειαστεί για να αντιμετωπίσει τις διάφορες δυσκολίες στη ζωή του.
Μέσα από την οικογένεια, αλλά και το σχολείο, το παιδί μαθαίνει την ενσυναίσθηση, τον έλεγχο του θυμού του και την επίλυση των διαφωνιών του με γόνιμο τρόπο καθώς και ενισχύεται η ικανότητα λήψης αποφάσεων και η αυτογνωσία του.
Είναι σημαντικό λοιπόν οι γονείς να συζητάνε μαζί με τα παιδιά τους ανοιχτά και με ειλικρίνεια. Να παραμείνουν ψύχραιμοι σε ότι ακούνε από αυτά και να δίνουν την απαραίτητη προσοχή. Καθώς επίσης να ενισχύουν θετικά το γεγονός ότι το παιδί τους τους μίλησε για τις δυσκολίες του και να το απενοχοποιήσουν καθώς και να το επιβεβαιώσουν για τις δικές τους ενέργειες ώστε να νιώσει ξανά ασφαλές σε περίπτωση που έχει δεχτεί εκφοβισμό.
Παναγιώτα Ανδριανού
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Επιστημονική συνεργάτιδα του κέντρου
«Διαδρομή στη Γνώση»